O ρόλος της αγαπημένης δεν την ήθελε ποτέ.
Την τραβούσε όμως εκείνος της παράνομης,
μελαγχολικής ερωμένης, που πάντα ζητούσε
παραπάνω αλλά δεν έπαιρνε τίποτα.
Δανειζόταν λίγες ώρες από τις ζωές τους,
στόλιζαν τα αυτιά της με υπέροχα λόγια
που έτρεφαν την ματαιοδοξία της
και μετά γυρνούσε πίσω
στο κενό σπίτι που την περίμενε.
Απείθαρχη…
Τραβούσε το λάθος και στο τέλος το λάτρευε.
Χάριζε τον εαυτό της στο απαγορευμένο
και έδινε ευτυχία στους άλλους
χωρίς να λογαριάζει την δική της
που ποτέ δεν άγγιζε.
Θύμωνε με τον εαυτό της κάθε φορά
που άπλωνε το χέρι της
αλλά δεν είχε που να το δώσει.
Οι δανεικές αγκαλιές της χάριζαν χαμόγελο
μόνο για όσο κρατούσαν,
μετά ήταν η ίδια, μοναχική
και απελπισμένη γυναίκα
που μιλούσε στον καθρέφτη της
και τον ρωτούσε τι είχε λάθος πάνω της.
Τελικά…
Ίσως είχε πολλά για τους άλλους
αλλά λίγα για τον εαυτό της.
Τελικά…
Θράσος δεν είχε και το χρειαζόταν
για να διεκδικήσει
ότι οι άλλοι δεν της έδιναν.