“ Aγαπημένε μου, σκότωσα ότι είχα μέσα μου
για να μπορέσω να δεχθώ ότι με πρόδωσες…”
Λίγο πριν τον χαμό ένιωθα ευτυχία και αμέσως μετά η καταστροφή !
Όλοι θεατές και εγώ ο πρωταγωνιστής της τραγωδίας.
Η μια παράσταση καλύτερη από την άλλη.
Είχα πια μπει στο πετσί του ρόλου.
Γδυνόμουν, άφηνα την ψυχή μου σε μια καρέκλα και ξάπλωνα σε ένα κρεβάτι-αρένα.
Αγόραζα στιγμές για να συνεχίσω να ζω.
Θυσιαζόμουν δίνοντας την αναπνοή μου σε εκείνον, γιατί ήξερα πως το τέλος πλησίαζε. Πάντα ήταν κοντά, πάντα κολλημένο με την αρχή.
Η υπέροχη αρχή κατέληγε σε καταστροφικό τέλος και το όνειρο μονομιάς εφιάλτης!
Υπήρχαν στιγμές που αναρωτιόμουν, αν τα δάκρυα που έχω σπαταλήσει εξαργυρωνόντουσαν σε λεπτά λατρείας, τότε θα ήμουν πάντα η λατρεμένη τους.
Έπιανα χρυσάφι και γινόταν σε κλάσματα δευτερολέπτου χώμα.
Τα αναφιλητά μου είχαν κατοικοεδρεύσει μόνιμα μέσα μου και τρόμαζαν κάθε περαστικό που είχε την ατυχία να περνάει έξω από το κατώφλι μου.
Προσπαθούσα να με τιμωρήσω…
Κοιμόμουν μέρες ατελείωτες, το στρώμα είχε κολλήσει στο κορμί μου
και δεν έτρωγα συχνά.
Από το σπίτι σπάνια έβγαινα και ο καθρέφτης μου τώρα πια,
όποτε περνούσα από μπροστά του, με κοίταζε με μίσος.
Δεν ήμουν εγώ…
Ήμουν αυτό που μου έδιναν ! Προδοσία, ψέμα και ασχήμια.
Όλα αυτά εγώ τα έπαιρνα αδιαμαρτύρητα για να νιώσω αγάπη έστω και για ένα 24ωρο. Έδινα την ψυχή μου για τόσο λίγο και μετά δεχόμουν τις συνέπειες της αφέλειάς μου.
Η περιουσία μου ήταν η καρδιά μου και εγώ την ξόδευα αλόγιστα, όσο αλόγιστα δεχόμουν και την υποκρισία τους.
Έβλεπα το τέλος και ηθελημένα άνοιγα την πόρτα να περάσει μέσα!
Κάθε αναθεματισμένη φορά με αποκαλούσα ηλίθια και κάθε φορά έψαχνα δικαιολογία να το ξανακάνω.
Μου έκλεβαν τα πάντα και τους έλεγα πάρτε κι άλλα !
Χαζές γυναίκες…
Παραδινόμαστε σε όποιον μας κουνήσει μαντήλι με μυρωδιά έρωτα.
Έκανα τα πάντα για να αγαπηθώ και έκαναν τα πάντα για να τους μισήσω.
Πώς να μισήσω ότι ποθούσα ;
Τι ήταν ; Φαί που δοκιμάζαμε κι αν δεν μας άρεσε το πετούσαμε ;
Mε σκόρπιζα στην θάλασσα όπως την στάχτη των νεκρών κι αν κατάφερνα να επιπλεύσω και να μην πνιγώ ξεκινούσα από την αρχή.
Αλήτη έρωτα !
Ποτέ δε έκανες τίποτα σωστό κι εγώ σαν άνθρωπος έκανα πάντα λάθη.
Σε κάθε έρωτα μπροστά μου έπεφτε πυκνή ομίχλη και έχανα πάντα το σωστό μονοπάτι.
Ο έρωτας μου γινόταν θάνατος ανελέητος με χέρια που μου έσφιγγαν τον λαιμό και αναγκαζόταν να με αφήσει όταν τα δάκρυα μου καυτά, του έκαιγαν τις παλάμες.
Η ψυχή μου τον άγγιζε μέσα από τα δάκρυα μου και υποχωρούσε.
Τα βράδια έσβηνα όλα τα φώτα μπας και συμμαχήσω με κάποιο όνειρο.
Τακτοποιούσα τα πάντα γύρω μου για να βολευτούν και να κάτσουν μαζί μου.
Τους κερνούσα το πιο γλυκό μου χαμόγελο και την πιο ζεστή αγκαλιά μου,
μου έκαναν για λίγο παρέα και έδιωχναν την θλίψη και την μοναξιά μου.
Όταν έφευγαν άδειαζε το κρεβάτι μου και ξαφνικά βρισκόμουν αιωρούμενη σε ένα κενό έτοιμη να πέσω.
Θεέ μου .. μια αγάπη ζητούσα.. γιατί με δοκίμαζες τόσο ;
Έσταζε πόνος από τα μάτια μου και προσπαθούσα να πιαστώ από κάπου, ακόμα και από το πάτωμα, που είχε γίνει ο καλύτερός μου φίλος.
Κάποια άλλα βράδια προσπαθούσα να ξεκολλήσω το πετσί μου από πάνω μου για να πονάω τόσο ώστε να μην νιώθω τον πόνο της ψυχής μου.
Δεν ξεχώριζα πια τη μέρα από τη νύχτα. Το σκοτάδι μου με είχε ερωτευτεί.
Τραβούσα πάντα τους πιο ακατάλληλους έρωτες. Σκοτάδι, απόγνωση, θλίψη και μπόλικη υγρασία από το κλάμα.
Γιατί παραπονιόμουν για μοναξιά ;
Συνεχώς υποσχόμουν στον εαυτό μου να αλλάξω, να γίνω μια γυναίκα σκληρή και αδυσώπητη που δεν την αγγίζει τίποτα…
Αστείο… Τα πάντα με άγγιζαν σαν ηλεκτροσόκ και δυστυχώς πάντα ερχόμουν πίσω στη ζωή..
Ξεκινούσα πάντα για το νησί ..χωρίς χάρτη..
Με αποκαλούσαν λάθος και με κοίταζα με μάτια δακρυσμένα προσπαθώντας να ανακαλύψω τι ήταν σωστό.
Το σωστό όμως είχε χάσει πια το νόημά του..
Με αγκάλιαζα σφιχτά με τα δυο μου χέρια τυλιγμένα γύρω μου, καθόμουν κάτω και μου έλεγα “σταμάτα..εσύ ξέρεις να αγαπάς”..
ΝΙΚΗ ΤΑΓΚΑΛΟΥ