Θέλω να βρω μια αγκαλιά και να χωθώ μέσα της
να αρχίσω να κλαίω με λυγμούς.
Να κλαίω για την προδοσία και τα ψεύτικα “σ’ αγαπώ”
που έχω εισπράξει.
Να κλαίω για τις φτωχές ψυχές που συνάντησα στον δρόμο μου.
Θέλω να κλάψω γιατί δεν θυμάμαι τι σημαίνει ευτυχία.
Εδώ και καιρό είμαι άρρωστη συνεχώς,
πονάω παντού και αντί για φαί καταπίνω ότι παυσίπονο βρω μπροστά μου.
Τα μάτια μου πονάνε από την διαρκή καταπόνηση.
Δεν θέλω να περπατάω, να μιλάω,
δεν θέλω να υποκρίνομαι πως είμαι καλά και να γελάω.
Ποιος μίλησε κάποτε για παράδεισο ;
Στην κόλαση ζω, στην κόλαση που εγώ δημιούργησα
όταν άρχισα να αρνούμαι την ζωή και άναψα παντού φωτιές.
Κάηκαν τα φτερά μου και η σάρκα μου και σαν μια άμορφη, άρρωστη μάζα
κάθομαι στην μέση της φωτιάς δίχως ίχνος αντίδρασης.
Αφήστε με, θέλω να κλαίω για όλα όσα έδωσα,
για όλα όσα δεν θα γνωρίσω ποτέ.
Θέλω να κλαίω για μένα, για σένα,
για όλα τα θλιμμένα μάτια που έκλεισαν μια για πάντα
ως ένδειξη διαμαρτυρίας.
Θέλω να σταματήσω να γράφω για την ζωή μου,
θέλω να σταματήσει πια να παρουσιάζει ενδιαφέρον
και να λυτρώνομαι χύνοντας μελάνι επάνω της.
Δεν θέλω να ξανακούσω ξυπνητήρι να χτυπά
και να φαντάζονται τα αυτιά μου ψεύτικα τρυφερά λόγια
για να παρηγορηθούν.
Θέλω να ηρεμήσω και να έρθει καιρός
που θα ακούω την ανάσα μου γαλήνια,
να μην πιέζομαι να με σηκώσω από κάτω,
να θέλω να αντικρίσω πάλι τον ουρανό
δίχως να φοβάμαι τις βροχές του.
Θέλω να γνωρίσω ποιος είναι και ο παράδεισος,
έτσι για αλλαγή ..
Μέχρι και ο χτύπος της καρδιάς μου με κουράζει
και μου πέφτει το μολύβι.
Κάθομαι εκεί στην μέση της φωτιάς μου,
μπορεί να καίγομαι αλλά ζεσταίνομαι.
Μόλις κρυώσω το μολύβι θα έχει εξαφανιστεί τελείως
και εσείς θα κρατάτε κάποιες σελίδες που σημασία
πια δεν θα έχουν, τουλάχιστον όχι σε μένα..
Θέλω είπα ..
για τελευταία φορά..
Κουράστηκα να ζητάω.
Όμως εσείς συνεχίσατε να με κοιτάτε με απορία…
ΝΙΚΗ ΤΑΓΚΑΛΟΥ