Κι έφυγες τη στιγμή που έμαθα να δίνω.
Λιποτάκτησες απ’ τον παράδεισο που εγώ η ίδια ζωγράφισα με τα χέρια μου.
Έριξες στη φωτιά το παραμύθι που σου διάβαζα τις νύχτες.
Φύσηξες να σβήσει το κερί που κρατούσα αναμμένο με τις ανάσες μας.
Ότι πόθησα κι ότι ονειρεύτηκα το πήρε ο άνεμος.
Το σκόρπισε, το διαμέλισε.
Υπολόγισες τον θάνατο όταν με έδινες σε αυτόν;
Ή απλά με πούλησες όσο-όσο ζητώντας πίσω σαν αντάλλαγμα
τη ψυχή σου;
ΝΙΚΗ ΤΑΓΚΑΛΟΥ