Φωτο : Nίκος Νικόπουλος
Κι έμαθα πως είναι να χαμογελάς πεθαίνοντας.
Ενώ έμπαινα μέσα σε τρένα που σφύριζαν πένθιμα
ή σε βάρκες σιντριβάνια ξαπλώνοντας σε στρώμα από νερό.
Και πνιγόμουν με μάτια ανοιχτά βλέποντας τη μάνα μου δίπλα
να μου γνέφει καθησυχαστικά σαν να μου λέει
“μη φοβάσαι”.
Τριγύρω μου άκουγα ψίθυρους,
έβλεπα αγκαλιές και τα μαλλιά χόρευαν στο βυθό
σαν κουρασμένες μπαλαρίνες.
Φυσαλίδες έβγαιναν από στόματα μισοπεθαμένα
που τραβούσαν έξω από τα σώματα ψυχές.
Κοίταξα για τελευταία φορά,
το σκοτεινό και ψυχρό τοπίο είχε γίνει κάμπος ολάνθιστος
και καταπράσινος γεμάτος πρόσωπα
με κατακόκκινα μάγουλα και λαμπερά μάτια.
Νίκη Ταγκάλου